Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διίσταμαι < αρχαία ελληνική διΐσταμαι < διά + ἵσταμαι (στέκομαι ενάντια)

  Ρήμα επεξεργασία

διίσταμαι (αποθετικό ρήμα), (μόνο στους εξακολουθητικούς χρόνους)

  1. (λόγιο) είμαι διαφορετικός από κάτι άλλο ή αντίθετος
    οι απόψεις διίστανται (δεν υπάρχει συμφωνία στο συγκεκριμένο θέμα)

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία