Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διερμηνευόμενη γλώσσα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interpreted language. → δείτε τις λέξεις γλώσσα και διερμηνεύω

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

διερμηνευόμενη γλώσσα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία