Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεθνίστρια οι διεθνίστριες
      γενική της διεθνίστριας των διεθνιστριών
    αιτιατική τη διεθνίστρια τις διεθνίστριες
     κλητική διεθνίστρια διεθνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεθνίστρια < διεθν(ιστής) + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.eˈθni.stɾi.a/ & /ði̯eˈθni.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ε‐θνί‐στρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διεθνίστρια θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε διεθνιστής