διγλωσσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.ɣloˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐γλωσ‐σί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
διγλωσσία θηλυκό
- η χρήση από ένα άτομο, μία γεωγραφική ζώνη, κλπ. δύο γλωσσών
- η κατάσταση ενός κράτους που έχει δύο επίσημες γλώσσες
- (μεταφορικά) η υποκριτική χρήση, από ένα άτομο, έναν οργανισμό, κλπ., δύο απόψεων, ανάλογα με το συμφέρον του