διγλυκερίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διγλυκερίδιο | τα | διγλυκερίδια |
γενική | του | διγλυκερίδιου & διγλυκεριδίου |
των | διγλυκερίδιων & διγλυκεριδίων |
αιτιατική | το | διγλυκερίδιο | τα | διγλυκερίδια |
κλητική | διγλυκερίδιο | διγλυκερίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διγλυκερίδιο < δι- + γλυκερίδιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
διγλυκερίδιο ουδέτερο
- (χημεία) γλυκερίδιο που αποτελείται από δύο αλυσίδες λιπαρών οξέων συνδεδεμένες με ένα μόριο γλυκερόλης μέσω εστερικών δεσμών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διγλυκερίδιο