Δείτε επίσης: διάχυτης, διαχύτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαχυτήρας οι διαχυτήρες
      γενική του διαχυτήρα των διαχυτήρων
    αιτιατική τον διαχυτήρα τους διαχυτήρες
     κλητική διαχυτήρα διαχυτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαχυτήρας < διαχέω + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική diffuser[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.a.çiˈti.ras/ & /ðʝa.çiˈti.ras/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐χυ‐τή‐ρας ή δια‐χυ‐τή‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαχυτήρας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. διαχύτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)