διαχειρίσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαχειρίσιμος (νεολογισμός)[1] < διαχειρίζομαι, διαχειρισ- + -ιμος
Επίθετο επεξεργασία
διαχειρίσιμος, -η, -ο
- που μπορεί κανείς να τον διαχειριστεί, συνήθως με σχετική ευκολία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 13, έτος 2015, ISSN: 1106‑8027