διαφυλλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφυλλιστής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική browser, ο όρος έχει προταθεί από την ΕΛΕΤΟ[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαφυλλιστής αρσενικό
- (πληροφορική) browser, web browser: το πρόγραμμα περιήγησης στο διαδίκτυο
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφυλλιστής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «φυλλομετρητής», «διαφυλλιστής» από αναζήτηση «browser» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- ↑ ΕΠΛ 012 Εισαγωγή στο Παγκόσμιο Πλέγμα Πληροφοριών World Wide Web (WWW), σελ. 10. Προσπέλαση 2020-05-18.
- ↑ Δημήτριος Τσουμάκος (2010), ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΤΟΠΟΥ (Web Site Design Technologies), σελ 12. Προσπέλαση 2020-05-18.