Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφανώς < διαφανής

  Επίρρημα επεξεργασία

διαφανώς

  • με διαφανή τρόπο: ώστε κάτι να είναι ορατό, καθαρό, φανερό σε όλους
    η επιλογή θα γίνει διαφανώς και μετά από δημόσιο διάλογο
  • (πληροφορική) με διαφανή τρόπο: για αλλαγή σε λειτουργία που δεν γίνεται αντιληπτή από το χρήστη ή από άλλη εφαρμογή, άλλη συνάρτηση του κώδικα κλπ.
    το πρωτόκολλο ασφάλειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαφανώς για την μεταφορά των δεδομένων

  Μεταφράσεις επεξεργασία