Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διατύπωσῐς αἱ διατυπώσεις
      γενική τῆς διατυπώσεως τῶν διατυπώσεων
      δοτική τῇ διατυπώσει ταῖς διατυπώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διατύπωσῐν τὰς διατυπώσεις
     κλητική ! διατύπωσῐ διατυπώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διατυπώσει
γεν-δοτ τοῖν  διατυπωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατύπωσις < διατυπόω / διατυπῶ + -σις < → δείτε τη λέξη τύπος. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τύπωσις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διατύπωσις, -εως θηλυκό

  1. πλήρης μορφή, τελική μορφή
  2. σχηματοποίηση
  3. διάπλαση

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διατυπόω, τύπωσις και τύπος

  Πηγές επεξεργασία