διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας
      γενική της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας
    αιτιατική τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας
     κλητική διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική attention deficit hyperactivity disorder. → και δείτε τις λέξεις διαταραχή, ελλειμματικός, προσοχή και υπερκινητικότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.a.ta.ɾaˈçi e.li.ma.tiˈcis pɾo.soˈçis i.peɾ.ci.ni.tiˈko.ti.tas/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία