διαταρακτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαταρακτικός < διαταράσσω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
διαταρακτικός
- που έχει σχέση με διατάραξη, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διαταράσσω και ταράζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαταρακτικός
|