Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διατίμηση οι διατιμήσεις
      γενική της διατίμησης* των διατιμήσεων
    αιτιατική τη διατίμηση τις διατιμήσεις
     κλητική διατίμηση διατιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατίμηση < ελληνιστική κοινή διατίμησις < διά + αρχαία ελληνική τιμάω / τιμῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈti.mi.si/ & /ðʝaˈti.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐τί‐μη‐ση ή
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐τί‐μη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διατίμηση θηλυκό

  • (οικονομία) ο προκαθορισμός από το κράτος της (συνήθως ανώτερης) τιμής πώλησης προϊόντος πρώτης ανάγκης, με βάση προκαθορισμένα στοιχεία (π.χ. τιμή αγοράς, σημείο πώλησης κλπ.)
    Ο υφυπουργός Ανάπτυξης παραδέχθηκε ότι το κόστος στις οργανωμένες πλαζ είναι απαγορευτικό για τις οικογένειες και πως πρέπει να προωθηθεί το μέτρο της διατίμησης -κάτι που μπορεί να επιβάλει το υπουργείο σε μη ιδιωτικές πλαζ. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία