Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διασυνδετισμός οι διασυνδετισμοί
      γενική του διασυνδετισμού των διασυνδετισμών
    αιτιατική τον διασυνδετισμό τους διασυνδετισμούς
     κλητική διασυνδετισμέ διασυνδετισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασυνδετισμός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική connectionism

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασυνδετισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία