διαστροφέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαστροφέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαστροφεύς < αρχαία ελληνική διαστρέφω. Μορφολογικά αναλύεται σε (διά) δια- + στροφέας (στρέφω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαστροφέας αρσενικό
- αυτός που διαστρέφει, που προκαλεί διαστροφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαστροφέας
|