διαστίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαστίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαστίζω < δια- + στίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.aˈsti.zo/ & /ði̯aˈsti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐στί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
διαστίζω, αόρ.: διέστιξα, μτχ.π.π.: διεστιγμένος (χωρίς παθητική φωνή) [1]
- (γραμματική) τοποθετώ σημεία στίξεως σε κείμενο
- γεμίζω κάποιον ή κάτι με στίγματα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις διά, στίζω και στίξη
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαστίζω | διέστιζα | θα διαστίζω | να διαστίζω | διαστίζοντας | |
β' ενικ. | διαστίζεις | διέστιζες | θα διαστίζεις | να διαστίζεις | διάστιζε | |
γ' ενικ. | διαστίζει | διέστιζε | θα διαστίζει | να διαστίζει | ||
α' πληθ. | διαστίζουμε | διαστίζαμε | θα διαστίζουμε | να διαστίζουμε | ||
β' πληθ. | διαστίζετε | διαστίζατε | θα διαστίζετε | να διαστίζετε | διαστίζετε | |
γ' πληθ. | διαστίζουν(ε) | διέστιζαν διαστίζαν(ε) |
θα διαστίζουν(ε) | να διαστίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέστιξα | θα διαστίξω | να διαστίξω | διαστίξει | ||
β' ενικ. | διέστιξες | θα διαστίξεις | να διαστίξεις | διάστιξε | ||
γ' ενικ. | διέστιξε | θα διαστίξει | να διαστίξει | |||
α' πληθ. | διαστίξαμε | θα διαστίξουμε | να διαστίξουμε | |||
β' πληθ. | διαστίξατε | θα διαστίξετε | να διαστίξετε | διαστίξτε | ||
γ' πληθ. | διέστιξαν διαστίξαν(ε) |
θα διαστίξουν(ε) | να διαστίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαστίξει | είχα διαστίξει | θα έχω διαστίξει | να έχω διαστίξει | ||
β' ενικ. | έχεις διαστίξει | είχες διαστίξει | θα έχεις διαστίξει | να έχεις διαστίξει | έχε διεστιγμένο | |
γ' ενικ. | έχει διαστίξει | είχε διαστίξει | θα έχει διαστίξει | να έχει διαστίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαστίξει | είχαμε διαστίξει | θα έχουμε διαστίξει | να έχουμε διαστίξει | ||
β' πληθ. | έχετε διαστίξει | είχατε διαστίξει | θα έχετε διαστίξει | να έχετε διαστίξει | έχετε διεστιγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διαστίξει | είχαν διαστίξει | θα έχουν διαστίξει | να έχουν διαστίξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διεστιγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διεστιγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διεστιγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διεστιγμένο | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διεστιγμένος - είμαστε, είστε, είναι διεστιγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διεστιγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διεστιγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διεστιγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διεστιγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διεστιγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διεστιγμένοι |
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαστίζω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
διαστίζω