διασπέρνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασπέρνω < αρχαία ελληνική διασπείρω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική disseminate)
Ρήμα επεξεργασία
διασπέρνω
- (σπάνιο) άλλη μορφή του διασπείρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασπέρνω
|
διασπέρνω
|