διασκεδαστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
διασκεδαστικά < διασκεδαστικός
Επίρρημα επεξεργασία
διασκεδαστικά
- κατά τρόπο διασκεδαστικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διασκεδαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διασκεδαστικό