διαπήδηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπήδηση | οι | διαπηδήσεις |
γενική | της | διαπήδησης* | των | διαπηδήσεων |
αιτιατική | τη | διαπήδηση | τις | διαπηδήσεις |
κλητική | διαπήδηση | διαπηδήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπηδήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπήδηση < (ελληνιστική κοινή) διαπήδησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαπήδηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπήδηση
|