διαμεσολαβητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμεσολαβητής < διαμεσολαβώ + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαμεσολαβητής αρσενικό (θηλυκό: διαμεσολαβήτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που διαμεσολαβεί
διαμεσολαβητής αρσενικό (θηλυκό: διαμεσολαβήτρια)