Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαμελιστέος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαμελιστέ
ος
η
διαμελιστέ
α
το
διαμελιστέ
ο
γενική
του
διαμελιστέ
ου
της
διαμελιστέ
ας
του
διαμελιστέ
ου
αιτιατική
τον
διαμελιστέ
ο
τη
διαμελιστέ
α
το
διαμελιστέ
ο
κλητική
διαμελιστέ
ε
διαμελιστέ
α
διαμελιστέ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαμελιστέ
οι
οι
διαμελιστέ
ες
τα
διαμελιστέ
α
γενική
των
διαμελιστέ
ων
των
διαμελιστέ
ων
των
διαμελιστέ
ων
αιτιατική
τους
διαμελιστέ
ους
τις
διαμελιστέ
ες
τα
διαμελιστέ
α
κλητική
διαμελιστέ
οι
διαμελιστέ
ες
διαμελιστέ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαμελιστέος
<
διαμελίζω
+
-τέος
Επίθετο
επεξεργασία
διαμελιστέος
που
πρέπει
να
διαμελιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
διαμελίζω
και
μέλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαμελιστέος