Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμείβω < (διά) δι- + ἀμείβω

  Ρήμα επεξεργασία

διαμείβω

  1. ανταλλάσσω
  2. αλλάζω
  3. διασχίζω
  4. (στη μεσοπαθητική φωνή) → δείτε τη λέξη διαμείβομαι (ελληνιστική κοινήσημ αναποδίδω

  Πηγές επεξεργασία