διαλλακτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλλακτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διαλλακτικότης < διαλλακτικ(ός) + (-ότης) -ότητα [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.la.ktiˈko.ti.ta/ & /ði̯a.la.ktiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αλ‐λα‐κτι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαλλακτικότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος διαλλακτικός, η ιδιότητα του διαλλακτικού
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαλλακτικότητα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διαλλακτικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας