διαλειμματικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλειμματικά < διαλειμματικ(ός) + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝa.li.ma.tiˈka/ & /ði̯a.li.ma.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐λειμ‐μα‐τι‐κά
Επίρρημα επεξεργασία
διαλειμματικά
- με διαλειμματικό τρόπο, σε μορφή διαλείμματος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαλειμματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διαλειμματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαλειμματικός