Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαθρύπτω < δια- + θρύπτω

  Ρήμα επεξεργασία

διαθρύπτω

  1. σπάζω σε κομμάτια
  2. (μεταφορικά) καταρρακώνω κάποιον
  3. περηφανεύομαι

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία