διαδραστικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαδραστικότητα < διαδραστικ(ός) + -ότητα < δράση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interactivity
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαδραστικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός : εκπαίδευση, πληροφορική) η δυνατότητα ενός μέσου να δέχεται αμφίδρομη επικοινωνία
- ↪ οι προσωπικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές είναι πιθανώς τα πρώτα μηχανήματα που προσέφεραν διαδραστικότητα στην ιστορία του ανθρώπινου γένους
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διάδραση
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαδραστικότητα