διαδιεργασιακή επικοινωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαδιεργασιακή επικοινωνία < → δείτε τις λέξεις διαδιεργασιακός και επικοινωνία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interprocess communication
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
διαδιεργασιακή επικοινωνία
- (πληροφορική) IPC: τεχνική συγχρονισμού που επιτρέπει, σε διεργασίες που εκτελούνται ταυτόχρονα, να ανταλλάσσουν δεδομένα ή αλλιώς να χρησιμοποιούν κοινά δεδομένα στη μνήμη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαδιεργασιακή επικοινωνία