διαβεβαιώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαβεβαιώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβεβαιώνω
- θα διαβεβαιώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβεβαιώνω