διίστιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διίστιος | η | διίστια | το | διίστιο |
γενική | του | διίστιου | της | διίστιας | του | διίστιου |
αιτιατική | τον | διίστιο | τη | διίστια | το | διίστιο |
κλητική | διίστιε | διίστια | διίστιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διίστιοι | οι | διίστιες | τα | διίστια |
γενική | των | διίστιων | των | διίστιων | των | διίστιων |
αιτιατική | τους | διίστιους | τις | διίστιες | τα | διίστια |
κλητική | διίστιοι | διίστιες | διίστια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διίστιος, -α, -ο, {λόγιο: διίστιος. -ος, -ον)
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) σκάφος που έχει δύο όρθιους ιστούς, δύο κατάρτια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διίστιος
|