Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διένεξις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διένεξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διένεξις θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο διένεξις)

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διένεξῐς αἱ διενέξεις
      γενική τῆς διενέξεως τῶν διενέξεων
      δοτική τῇ διενέξει ταῖς διενέξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διένεξῐν τὰς διενέξεις
     κλητική ! διένεξῐ διενέξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διενέξει
γεν-δοτ τοῖν  διενεξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διένεξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δι- (δια-) δι-ενεγκ- (όπως στο απαρέμφατο αορίστου β΄ διενεγκεῖν, ως υποκατάστατο για χρόνους του διαφέρω) + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διένεξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία