διένεξις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διένεξις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διένεξις
Ουσιαστικό επεξεργασία
διένεξις θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο διένεξις)
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διένεξῐς | αἱ | διενέξεις | ||||
γενική | τῆς | διενέξεως | τῶν | διενέξεων | ||||
δοτική | τῇ | διενέξει | ταῖς | διενέξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διένεξῐν | τὰς | διενέξεις | ||||
κλητική ὦ! | διένεξῐ | διενέξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διενέξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διενεξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διένεξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δι- (δια-) δι-ενεγκ- (όπως στο απαρέμφατο αορίστου β΄ διενεγκεῖν, ως υποκατάστατο για χρόνους του διαφέρω) + -σις > -ξις
Ουσιαστικό επεξεργασία
διένεξις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η διένεξη, η διχογνωμία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διένεξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.