διάχρυσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάχρυσος < ελληνιστική κοινή διάχρυσος < αρχαία ελληνική διά + χρυσός
Επίθετο επεξεργασία
διάχρυσος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που είναι στολισμένος με χρυσό
- (αρχαιοπρεπές) χρυσοΰφαντος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διάχρυσος
|