Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δημογέρων οἱ δημογέροντες
      γενική τοῦ δημογέροντος τῶν δημογερόντων
      δοτική τῷ δημογέροντ τοῖς δημογέρουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δημογέροντ τοὺς δημογέροντᾰς
     κλητική ! δημογέρον δημογέροντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δημογέροντε
γεν-δοτ τοῖν  δημογερόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημογέρων, ομηρικό < δημο- + γέρων
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: δημογέροντας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημογέρων, -οντος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία