Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεύτερη κανονική μορφή < → δείτε τις λέξεις δεύτερη, κανονική και μορφή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική second normal form

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δεύτερη κανονική μορφή

Συγγενικά επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία