δευτερόκλιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δευτερόκλιτος, -η, -ο
- ο σχετικός με τη δεύτερη κλίση των ονομάτων της γραμματικής
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δευτερόκλιτος
|
δευτερόκλιτος, -η, -ο
|