δετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δετικός | η | δετική | το | δετικό |
γενική | του | δετικού | της | δετικής | του | δετικού |
αιτιατική | τον | δετικό | τη | δετική | το | δετικό |
κλητική | δετικέ | δετική | δετικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δετικοί | οι | δετικές | τα | δετικά |
γενική | των | δετικών | των | δετικών | των | δετικών |
αιτιατική | τους | δετικούς | τις | δετικές | τα | δετικά |
κλητική | δετικοί | δετικές | δετικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δετικός < δέσιμο
Επίθετο επεξεργασία
δετικός, -ή, -ό
- σχετικός με το δέσιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δετικός
|