δεσπόζων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δεσπόζων | η | δεσπόζουσα | το | δεσπόζον |
γενική | του | δεσπόζοντος & δεσπόζοντα1 |
της | δεσπόζουσας & δεσποζούσης* |
του | δεσπόζοντος |
αιτιατική | τον | δεσπόζοντα | τη | δεσπόζουσα | το | δεσπόζον |
κλητική | δεσπόζων | δεσπόζουσα | δεσπόζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δεσπόζοντες | οι | δεσπόζουσες | τα | δεσπόζοντα |
γενική | των | δεσποζόντων | των | δεσποζουσών | των | δεσποζόντων |
αιτιατική | τους | δεσπόζοντες | τις | δεσπόζουσες | τα | δεσπόζοντα |
κλητική | δεσπόζοντες | δεσπόζουσες | δεσπόζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεσπόζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική grc, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δεσπόζω < δεσπότης [1]\
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðeˈspo.zon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐σπό‐ζων
- ομόηχο: δεσπόζον
Μετοχή επεξεργασία
δεσπόζων
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ δεσπόζων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας