Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεξτρόζη < αγγλική dextrose

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεξτρόζη θηλυκό ή γλυκόζη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία