Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεντρόσπιτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δεντρόσπιτ
ο
τα
δεντρόσπιτ
α
γενική
του
δεντρόσπιτ
ου
των
δεντρόσπιτ
ων
αιτιατική
το
δεντρόσπιτ
ο
τα
δεντρόσπιτ
α
κλητική
δεντρόσπιτ
ο
δεντρόσπιτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ξύλινο
δεντρόσπιτο
Ετυμολογία
επεξεργασία
δεντρόσπιτο
<
δέντρο
+
-ο-
+
σπίτι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δεντρόσπιτο
ουδέτερο
σπίτι
χτισμένο
πλήρως
ή
μερικώς
πάνω
σε
δέντρο
ή
δέντρα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
δενδρόσπιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεντρόσπιτο
αγγλικά
:
treehouse
(en)
,
tree house
(en)
,
tree fort
(en)
,
treeshed
(en)
γαλλικά
:
cabane
(fr)