Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκοχτούρα οι δεκοχτούρες
      γενική της δεκοχτούρας
    αιτιατική τη δεκοχτούρα τις δεκοχτούρες
     κλητική δεκοχτούρα δεκοχτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκοχτούρα < δεκ(α)οχτ(ώ) + -ούρα, από την κραυγή του πουλιού που θυμίζει αυτή τη λέξη
 
δεκοχτούρες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκοχτούρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία