Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκατριάγωνο τα δεκατριάγωνα
      γενική του δεκατριαγώνου
δεκατριάγωνου
των δεκατριαγώνων
    αιτιατική το δεκατριάγωνο τα δεκατριάγωνα
     κλητική δεκατριάγωνο δεκατριάγωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκατριάγωνο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκατριάγωνο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία