Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δεκαρολόγος οι δεκαρολόγοι
      γενική του δεκαρολόγου των δεκαρολόγων
    αιτιατική τον δεκαρολόγο τους δεκαρολόγους
     κλητική δεκαρολόγε δεκαρολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκαρολόγος < δεκαρολογ(ώ) + -ος (δεκάρ(α) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκαρολόγος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία