Δείτε επίσης: εὐτελής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευτελής η ευτελής το ευτελές
      γενική του ευτελούς* της ευτελούς του ευτελούς
    αιτιατική τον ευτελή την ευτελή το ευτελές
     κλητική ευτελή(ς) ευτελής ευτελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευτελείς οι ευτελείς τα ευτελή
      γενική των ευτελών των ευτελών των ευτελών
    αιτιατική τους ευτελείς τις ευτελείς τα ευτελή
     κλητική ευτελείς ευτελείς ευτελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευτελής < αρχαία ελληνική εὐτελής (ευ+τελος)

  Επίθετο επεξεργασία

ευτελής, -ής, -ές

  • αυτός που έχει μικρή χρηματική αξία, ο φτηνός
κλοπή αντικειμένων ευτελούς αξίας, ευτελές ποσό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία