δεκαπενθημερία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεκαπενθημερία < δεκαπενθήμερ(ος) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεκαπενθημερία θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεκαπενθημερία
|
δεκαπενθημερία θηλυκό
|