Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκαπενθήμερο τα δεκαπενθήμερα
      γενική του δεκαπενθήμερου των δεκαπενθήμερων
    αιτιατική το δεκαπενθήμερο τα δεκαπενθήμερα
     κλητική δεκαπενθήμερο δεκαπενθήμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκαπενθήμερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεκαπενθήμερος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðe.ka.penˈθi.me.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐κα‐πεν‐θή‐με‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκαπενθήμερο ουδέτερο

  1. διάστημα δεκαπέντε ημερών ή δύο περίπου εβδομάδων
    Θα λείψω για ένα δεκαπενθήμερο από τη δουλειά μου.
  2. αμοιβή για εργασία δεκαπέντε ημερών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία