δαμασκί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαμασκί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δαμασκί < Δαμασκός < βορειοδυτική σημιτική דמשק
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ða.maˈsci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐μα‐σκί
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαμασκί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) άλλη μορφή του δαμασκηνί • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
σκούρο δαμασκηνί, δαμασκί (χρώμα):
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δαμασκί | τα | δαμασκιά |
γενική | του | δαμασκιού | των | δαμασκιών |
αιτιατική | το | δαμασκί | τα | δαμασκιά |
κλητική | δαμασκί | δαμασκιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
δαμασκί ουδέτερο
- (οπλισμός) το δαμασκηνό σπαθί (εργαλείο ή όπλο (μαχαίρι, σπαθί κ.ά.) φτιαγμένο από χάλυβα της Δαμασκού, διακοσμημένο με δαμασκήνωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαμασκηνό σπαθί
|
Επίθετο επεξεργασία
δαμασκί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του δαμασκής για όλα τα γένη
Συγγενικά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δαμασκί
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δαμασκί - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].