δακτυλοδεικτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δακτυλοδεικτώ < δακτυλοδεικτῶ < αρχαία ελληνική δακτυλοδεικτέω
Ρήμα επεξεργασία
δακτυλοδεικτώ
- (παρωχημένο) κατηγορώ κάποιον για κάτι ανήθικο ή και παράνομο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δακτυλοδεικτώ
|