δίωρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίωρος | η | δίωρη | το | δίωρο |
γενική | του | δίωρου | της | δίωρης | του | δίωρου |
αιτιατική | τον | δίωρο | τη | δίωρη | το | δίωρο |
κλητική | δίωρε | δίωρη | δίωρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίωροι | οι | δίωρες | τα | δίωρα |
γενική | των | δίωρων | των | δίωρων | των | δίωρων |
αιτιατική | τους | δίωρους | τις | δίωρες | τα | δίωρα |
κλητική | δίωροι | δίωρες | δίωρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίωρος < (δις) δί- + ώρ(α) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική zweistündig [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.o.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐ω‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
δίωρος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δίωρος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ δίωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας