Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  δίπλωμα και ευρεσιτεχνία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ουδέτερο

  • έγγραφο με το οποίο το κράτος παρέχει σε κάποιον εφευρέτη προνόμια κατοχύρωσης κι αποκλειστικής εκμετάλλευσης για την εφεύρεσή του

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία