Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίκυτος < δι- (< δύο) + κύτος

  Επίθετο επεξεργασία

δίκυτος -η -ο

το καταμαράν είναι δίκυτο σκάφος

  Μεταφράσεις επεξεργασία