δίκαρτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίκαρτο | τα | δίκαρτα |
γενική | του | δίκαρτου | των | δίκαρτων |
αιτιατική | το | δίκαρτο | τα | δίκαρτα |
κλητική | δίκαρτο | δίκαρτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίκαρτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίκαρτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δίκαρτο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (τεχνολογία) το κινητό που έχει ή δέχεται δύο κάρτες SIM
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δίκαρτο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δίκαρτος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δίκαρτος